- ἄβαπτος
- ἄ-βαπτος, (nicht eingetaucht), ungestählt
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ἄβαπτος — not tempered masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άβαπτος — η, ο (Α ἄβαπτος, ον) [βάπτω] 1. αυτός που δεν βάφτηκε, ο αχρωμάτιστος 2. (για πυρακτωμένα μέταλλα) αυτός που δεν ψύχθηκε ακόμη μέσα σε νερό για να γίνει σκληρότερος, ο αστόμωτος … Dictionary of Greek
ἄβαπτον — ἄβαπτος not tempered masc/fem acc sg ἄβαπτος not tempered neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀβαπτότατος — ἄβαπτος not tempered masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άβαφος — και άβαφτος, η, ο [βάφω] 1. ο δίχως βαφή, αχρωμάτιστος 2. ο δίχως φτιασίδια, αφτιασίδωτος 3. ο άβαπτος* … Dictionary of Greek
αβαφής — ἀβαφής, ές (Α) [βάπτω] ο άβαπτος* … Dictionary of Greek